- ξεπεταλώνω
- αφαιρώ τα πέταλα από ίππο ή άλλο ζώο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πεταλώνω (βλ. λ. ξ[ε]-)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπεταλώνω — και ξεπεταλώνω και εκπεταλώ ( όω) βγάζω τα πέταλα από τις οπλές αλόγου, όνου κ.λπ … Dictionary of Greek
ξεπετάλωμα — το [ξεπεταλώνω] η αφαίρεση τών πετάλων από ζώο … Dictionary of Greek